Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σώθηκαν οι

  • 1 σώνω

    (αόρ. έσωσα, παθ. αόρ. (ε)σώθηκα) 1. μετ.
    1) спасать; избавлять; выводить из затруднительного положения; 2) исчерпывать (что-л.), истощать (запасы чего-л.); приканчивать (разг); σώσαμε το ψωμί у нас больше нет хлеба; -3) бросать, кидать, метать (молот, камень и т. п.); 4) доставать, дотягиваться (до чего-л.);

    είναι ψηλά, δεν το σώνω — высоко1, я не дотянусь до этого;

    2. αμετ.
    1) дотягиваться, доставать;

    δεν σώνω ως εκεί — я туда не дотянусь;

    2) τριτοπρόσ. хватит, достаточно;

    σώνει, δεν θέλω άλλο! ( — с меня) хватит, достаточно!;

    δεν (μας) έσωσαν τα λεφτά нам не хватило денег;

    § σώνει και καλά — во что бы то ни стало;

    λέει και δεν σώνει — или δεν τα σώνει — конца не видно его болтовне;

    να μη σώσεις! пропади ты пропадом!;
    να μη σώσεις να... чтоб тебе не...;

    σώνομαι — кончаться, заканчиваться; — исчерпываться, истощаться;

    σώθηκαν οι μέρες του окончились его дни, он скончался;
    § σώθηκαν τα βάσανα! кончились наши муки!; ώ! πού να σωθούν οι μέρες του! чтоб ему подохнуть!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σώνω

  • 2 песенка

    песен||ка
    ж τό τραγουδάκι· ◊ его \песенка спета разг σώθηκαν τά ψωμιά του, σώθηκε τό λάδι του.

    Русско-новогреческий словарь > песенка

  • 3 μέρα

    η день;

    εργάσιμη μέρα — рабочий день;

    μέρα αργίας — выходной день;

    αυριανή (χτεσινή) μέρα — завтрашний (вчерашний) день;

    κάθε μέρα — каждый день, ежедневно;

    ολόκληρη μέρα — весь, целый день;

    μετρημένες μέρ'ες — считанные дни;

    έχω μέρες να σε δώ — я уже несколько дней тебя не видел; — я давно тебя не видел;

    έκανα δυό μέρες να... — мне потребовалось два дня, чтобы...;

    στο τέλος της μέρας — в конце дня, на исходе дня;

    § καλή μέρα (тж. καλημέρα)! — добрый день!;

    μέρα -νύχτα — день и ночь, денно и нощно;

    μέρα μεσημέρι — среди бела дня;

    μιά ωρρία μέρα — в один прекрасный день;

    μέρα με τη μέρα — с каждым днём, постепенно, со временем;

    μέρα παρά μέρα — через день;

    λίγες μέρες πρίν — несколько дней тому назад;

    σε λίγες μέρες — через несколько дней;

    αυτές τίς μέρες — а) на 'днях; — б) в эти дни;

    από μέρα σε μέρα — а) изо дня в день; — б) со дня на день;

    όσο περνάν οι μέρες — день ото дня;

    η μιά μέρα μετά την άλλη — день за днём;

    την άλλη μέρα — на другой, на следующий день;

    την μέρα — днём;

    είναι η μέρα μου — моя очередь, мой черёд;

    σώθηκαν οι μέρες του — его дни сочтены;

    η καλή μέρα απ' το πρωί φαίνεται — погов, хороший день утром красен; — какое утро, такой и день (удачный или неудачный)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέρα

  • 4 ψέμ(μ)α

    το ложь, неправда, обман; вымысел; фальшь;

    λέγω ψέμ(μ)ατα — лгать;

    πιάνω κάποιον να λέει ψέμ(μ)ατα — изобличать кого-л. во лжи;

    § σώθηκαν ( — или σχόλασαν, σχόλασαν) τα ψέμ(μ)ατα — а) положение серьёзное; — б) хватит откладывать; — в) хватит увиливать;

    ψέμ(μ)α με — обра или χοντροκομμένο ψέμ(μ)α — грубая, неуклюжая ложь;

    με τα ψέμ(μ)ατα — шутя, легко, без больших усилий или затрат;

    τό ψέμ(μ)α έχει κοντά ποδάρια — погов, у лжи короткие ноги

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ψέμ(μ)α

  • 5 ψέμ(μ)α

    το ложь, неправда, обман; вымысел; фальшь;

    λέγω ψέμ(μ)ατα — лгать;

    πιάνω κάποιον να λέει ψέμ(μ)ατα — изобличать кого-л. во лжи;

    § σώθηκαν ( — или σχόλασαν, σχόλασαν) τα ψέμ(μ)ατα — а) положение серьёзное; — б) хватит откладывать; — в) хватит увиливать;

    ψέμ(μ)α με — обра или χοντροκομμένο ψέμ(μ)α — грубая, неуклюжая ложь;

    με τα ψέμ(μ)ατα — шутя, легко, без больших усилий или затрат;

    τό ψέμ(μ)α έχει κοντά ποδάρια — погов, у лжи короткие ноги

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ψέμ(μ)α

  • 6 чудо

    -а, πλθ. чудеса, чудес
    -ами κ. чуда, чуд ουδ.
    1. (πλθ. чудеса) τα θαύματα•

    он верит в -са αυτός πιστεύει στα θαύματα-чудоса совершнные спасителем τα θαύματα που έκανε ο Χριστός (Σωτήρας).

    2. έργο υπέροχο•

    чудо ис-куства θαύμα Τέχνης•

    семь чудес света τα εφτά θαύματα (Τέχνης) του κόσμου.

    || κάθε υπέροχο, θαυμάσιο, εξαίσιο•

    чудо красоты θσ.ϋιχα ομορφιάς•

    -са героизма θαύματα ηρωισμού.

    3. επίρ. -ом α) με θαυμασμό, β) ως εκ θαύματος•

    он уцелел только -ом αυτός έμεινε σώος ως εκ θαύματος•

    -ом они спасены ως εκ θαύματος αυτοί σώθηκαν.

    εκφρ.
    чудо как... – θαύμα, θαυμάσια• στον υπέρτατο βαθμό, ώσπου δεν παίρνει άλλο•
    чудо как он хорош – καλός ώσπου δεν παίρνει, άλλο (θαύμα)•
    не чудо – δεν είναι Βσ.ύ\ία (παράξενο)• —годо (λκ. ποίηση) παρα-μυθέν ιο τέρας.

    Большой русско-греческий словарь > чудо

См. также в других словарях:

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· …   Dictionary of Greek

  • Ζάκυνθος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Πατέρας του ήταν ο Δάρδανος, γιος του Δία και της Ηλέκτρας. Ο Ζ. έφυγε από τη Φρυγία, όπου είχε καταφύγει ο πατέρας του ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Τεύτρου, βασιλιά της χώρας. Από εκεί πήγε στην Αρκαδία και, αφού… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Κώπαι — Αρχαία πόλη της Βοιωτίας, η οποία μνημονεύεται στον Όμηρο. Περιλαμβάνεται στις πόλεις οι οποίες πήραν μέρος στην εκστρατεία της Τροίας. Η πόλη ήταν χτισμένη πάνω σε λόφο στη βόρεια όχθη της μεγάλης βοιωτικής λίμνης Κωπαΐδας. Φαίνεται ότι η πόλη… …   Dictionary of Greek

  • Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… …   Dictionary of Greek

  • Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του …   Dictionary of Greek

  • έφιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ολύνθιος ιστοριογράφος (4ος αι. π.Χ.). Ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών. Ο Αρριανός αναφέρει ότι o Αλέξανδρος όρισε τον Έ. και τον Αισχύλο τον Ρόδιο επισκόπους, δηλαδή επόπτες των… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»